- παρισωμα
- παρίσωμαπᾰρίσωμα
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρίσωμα — το Α [παρισώ] η παρίσωσις*, η ισότητα, η ομοιότητα και ιδίως κατά την κατάταξη τών λέξεων ή τών περιόδων τού λόγου, το ομοιοτέλευτο τών περιόδων, η ομοιοκαταληξία … Dictionary of Greek
παρισώμασι — παρίσωμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρισώμασιν — παρίσωμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρισώματα — παρίσωμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)